Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Τι είναι Αρχιτεκτονική;




 Μα, όλοι ξέρουμε τι είναι αρχιτεκτονική. Ακόμα κι ένα 10χρονο παιδί.

-Τι είναι αρχιτεκτονική Ελένη;
-Αρχιτεκτονική, όπως λέμε αρχιτέκτονας;
-Ναι
-Αρχιτέκτονας είναι αυτός που φτιάχνει σπίτια.

Αυτό είναι αρχιτεκτονική. Η κατασκευή σπιτιών. Η Ελένη ήταν κάθετη. Δε χωρούσε αμφιβολία η απάντησή της. Είναι το προφανές. Αυτό είναι.

Αυτό είναι;




Αρχιτεκτονική δε νοείται χωρίς τόπο. Είναι η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση. Στην πιο αυθόρμητη έκφραση και στην πιο απλή της μορφή δημιουργείται από τον ίδιο τον χρήστη, για την εξυπηρέτηση καθαρά των προσωπικών του και μόνο αναγκών με υλικά, που λαμβάνει από τον τόπο. Αρχιτεκτονική δημιουργεί ο βοσκός. Χτίζει στη γη του με τα χέρια του ένα μαντρί, τόσο όσο χρειάζονται τα ζώα του. Ούτε μέτρο παραπάνω. Διατάσσει γραμμικά τα παχνιά, δημιουργεί περάσματα, χώρο ταΐσματος, χώρο αρμέγματος κι αυτά είναι όλα. Όσα του είναι αρκετά.
 Γιατί η αρχιτεκτονική αυτό είναι. Να προσδίδεις χρήση σε ένα χώρο, να τον διαμορφώνεις, να τον ορίζεις και εν τέλει να τον οικειοποιείσαι, εσύ ή κάποιος άλλος. Αρκεί να ξέρεις για ποιον τον προορίζεις.

 Στον Αμβρακικό αυτόν τον πλούσιο τόπο από αλιεύματα, από την αρχαιότητα ακόμα ο άνθρωπος έχει χρησιμοποιήσει το υδάτινο στοιχείο ως πηγή τροφής και εισοδήματος. Στη Λασκάρα έχει κατασκευάσει ιδιότυπες παγίδες για την αλίευση αγελαίων ψαριών. Κατασκευές πάνω στο νερό συνθέτουν το χωρικό πλαίσιο και πιο  ́κει ένα «κοινόβιο». Παράγκες πάνω στα βράχια, που θαρρείς πως θα φυσήξει και θα βρεθούν μεμιάς στη θάλασσα. Κρυμμένες από περίεργα βλέμματα και στραμμένες στο νερό. Χιλιομπαλωμένες στέγες από καλάμια ή τσίγκο και ενισχυμένα δοκάρια από κάθε λογής είδους ξύλου φτιαγμένα από τους ψαράδες που περνούν εκεί μέρες ολόκληρες, αναλόγως την εποχή. Κοιμούνται και τρώνε εκεί, όλοι μαζί, εδώ και χρόνια.

 Κάποιος θα έλεγε μα στον 21ο  αιώνα να υπάρχουν ακόμα παράγκες;

 Για να τις βρεις, πρέπει να ξέρεις. Και για να ξέρεις πρέπει να ενδιαφέρεσαι. Κι όταν ενδιαφέρεσαι, βλέπεις την ευαισθησία σε αυτές τις κατασκευές, βλέπεις τον μόχθο, βλέπεις το απαραίτητο και το αρκετό. Το υπέρ αρκετό.
Δε θέλουν να τα αλλάξουν. Έτσι τα βρήκαν από τους πατεράδες τους κι αυτοί από τους δικούς τους. Γιατί τα ξύλα αυτά κουβαλούν μνήμες.
 Φύση και άνθρωπος σε μια αιώνια και διάχυτη συνύπαρξη, όπου ο ένας εξαρτάται από τον άλλον. Ζωή και τόπος. Γιατί η αρχιτεκτονική αυτό είναι. Δίνει ζωή στον τόπο. Αντλείται από αυτόν, από το ανάγλυφο, τις κλιματικές συνθήκες, τα φυσικά χαρακτηριστικά του τοπίου και τα εξελίσσει. Η αρχιτεκτονική δημιουργεί, συνθέτει χώρους.
 Συνδέεται με την παράδοση, συνδέεται με τις μνήμες και προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Δεν μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Εξελίσσεται αργά, ακολουθώντας τις ανάγκες και ορίζεται από αυτές.

 Είναι το καθημερινό, δεν είναι η πολυτέλεια. Είναι να διαμορφώνεις αυτά που έχουν σημασία. Για τους άλλους, αλλά και για σένα. Είναι κάτι δύσκολο γιατί είναι κάτι απλό. Γιατί, θέλει δυσκολία να ξεχωρίσεις αυτά που έχουν σημασία, να τα ενισχύσεις και να τα υποστηρίξεις. Να απογυμνώσεις το περιττό. Αυτό νομίζω είναι το πιο δύσκολο. Να βρεις τι δε χρειάζεται.
Γιατί είναι εύκολο πράγμα να προσθέτεις, το να αφαιρείς είναι το δύσκολο. Πρέπει να αξιολογήσεις, να πειθαρχήσεις και να κρατήσεις μόνο την ουσία. Έτσι κάνεις αρχιτεκτονική, με την ουσία.

 Η αρχιτεκτονική κατακτά το χώρο και εξυμνεί τον άνθρωπο και τη μεγαλοπρέπειά του να εφεύρει και να δημιουργεί, να συνθέτει και να κατασκευάζει. Εκστασιάζει μέσα από την καθαρότητα της ουσίας, όπως κάνει ένας χορός ζεϊμπέκικος ή ένας ηπειρώτικος σκοπός αργός πωγωνίσιος που μέσα από τη
δωρικότητά του, εσωστρεφής και σιωπηλός καταφέρνει να φωνάζει, να παρασύρει, να υποτάσσει. Γιατί έτσι είναι με την αρχιτεκτονική. Υποτάσσεσαι.

Γιατί η αρχιτεκτονική σε ξεπερνά, με τον ίδιο τρόπο που η μηχανή ξεπερνά τον άνθρωπο. Γιατί και η αρχιτεκτονική είναι μια μηχανή. Είναι επιστήμη.

 Προορισμένη για έναν ή για λίγους διευρύνεται. Από εσωστρεφής γίνεται εξωστρεφής και επηρεάζει. Είναι αδύνατο να μην επηρεάζει. Είναι στη γειτονιά, στη συνοικία, στην πόλη, στον κόσμο και σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία διεθνοποιείται.
 Εισάγεται και εξάγεται σαν προϊόν. Δημιουργούνται κανόνες και προκαθορισμένες λειτουργίες. Γιατί οι ανάγκες των ανθρώπων των εξελιγμένων κοινωνιών έχουν ομογενοποιηθεί. Χώρος πρασίνου, συγκεκριμένες διαστάσεις δρόμων, πεζοδρομίου, πολυόροφες κατοικίες, κτίρια γραφείων, βιομηχανικές ζώνες χωροθετούνται στα αστικά κέντρα πάνω σε χαρτιά υπό συγκεκριμένη κλίμακα.

 Η αρχιτεκτονική δε μένει στα χαρτιά. Η αρχιτεκτονική παίρνει σάρκα και οστά και υπάρχει στο χώρο. Κρίνεται θετικά ή αρνητικά μέσα από τους χρήστες. Από αυτούς για τους οποίους φτιάχτηκε. Οικειοποιείται ή στοχεύεται. Γιατί η αρχιτεκτονική δεν (θα έπρεπε να) δημιουργείται για την αρχιτεκτονική. Δεν πρόκειται για κάποιο έκθεμα, δε μουσειοποιείται. Η αρχιτεκτονική είναι ζωντανή και συνυπάρχει με τον άνθρωπο, ακόμα κι όταν εκείνος δεν μπορεί να την αντιληφθεί. Δεν αφορά τους αρχιτέκτονες. Αφορά και τους αρχιτέκτονες. Αλλά κυρίως αφορά τους χρήστες. Δε δημιουργείται για μια ομάδα ανθρώπων που γνωρίζουν κατασκευαστικές λεπτομέρειες, στατική, ιστορία τέχνης και αρχιτεκτονικής, αναγνωρίζουν κινήματα και επηρεάζονται από διάσημους συναδέλφους. Όχι.
Η αρχιτεκτονική απευθύνεται σε όλους και οφείλει να είναι ειλικρινής.

Αμφιβάλλω αν ένας κοινός χρήστης μπορεί να αντιληφθεί έννοιες όπως η ιδέα, η σύνθεση, ο κάνναβος, πλήρες – κενό, ροϊκότητα και τόσες άλλες που συνιστούν την αρχιτεκτονική γλώσσα. Μια γλώσσα φτιαγμένη από αρχιτέκτονες για αρχιτέκτονες. Ο χρήστης μπορεί μόνο να βιώσει, να αισθανθεί. Δε χωράει ανάλυση, ούτε μπορείς να τον πείσεις με τις προθέσεις, χρησιμοποιώντας ευφάνταστο λεξιλόγιο για να ορίσεις το έργο και να του προσδώσεις υψηλά νοήματα. Είναι ένας κριτής σκληρός, που τις περισσότερες φορές η γνώμη του εστιάζεται σε ένα Μου αρέσει/ Δε μου αρέσει. Δε θα αναγνωρίσει τις αναλογίες, τις επιρροές, τα μανιφέστα, τη θεωρία.

 Η αρχιτεκτονική οφείλει να είναι λειτουργική. Γιατί αυτό μπορούν να το αντιληφθούν όλοι.

 Η αρχιτεκτονική δεν είναι μια ιδέα, είναι η εφαρμογή. Είναι το απλό και το σύνθετο. Είναι το τεχνητό που συμπληρώνει το φυσικό και το αναδεικνύει. Είναι κάτι τόσο πρόσκαιρο όσο και αιώνιο. Είναι το πρωτόγονο και το σύγχρονο. Είναι το αντικείμενο που γίνεται υποκείμενο. Γιατί η αρχιτεκτονική είναι αντιθέσεις. Συγκρούεται και εναρμονίζει. Προκαλεί και γαληνεύει. Προστατεύει και αποκαλύπτει. Γιατί η αρχιτεκτονική είναι αισθήσεις.

Η αρχιτεκτονική είναι αποτύπωμα. Αποτύπωμα στο χώρο πρακτικών, ταυτοτήτων, σχέσεων, επιτελέσεων, δραστηριοτήτων. Είναι το ίχνος αυτών. Αυτό που μένει. Είναι η ενσάρκωση ιδεών, συναισθημάτων και βιωμάτων.

 Γιατί η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη και η τεχνική. Είναι μια ξερολιθιά στην Άνδρο, ένα πυργόσπιτο στη Μάνη, ένα γεφύρι στο Ζαγόρι. Είναι τα υλικά που την αποτελούν και την καθορίζουν. Είναι η πέτρα, το χώμα, το τούβλο, το ξύλο, το μπετόν, το μέταλλο. Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι το ταίριασμα. Είναι η δομή.

Και γίνεται μοναδική, όσο πιο μοναδικοί είναι οι άνθρωποι που τη δημιουργούν.



Γιατί η αρχιτεκτονική είναι η ζωή.

Είναι ο άνθρωπος.

Ο άνθρωπος κι ο τόπος του.

Αυτό είναι.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η βάβω, η Χριστίνα κι η Δωδώνη






Αύγουστος κι η μύγα σύννεφο κι ο τόπος ζέχνει. Δανεισμένος από τους γονείς σου στους δυο φορές γονείς σου, που έχουν λησμονήσει τι θα πει παιδί κι εσύ καλείσαι να τους το θυμίσεις. Οδηγίες σαφείς κατά τη διαδρομή: εσύ θα τρέξεις στην αγκαλιά του παππού κι εσύ στης γιαγιάς. Ύστερα ξεχνούσαν πάντα να πουν μπορείτε να τους κάνετε το βίο αβίωτο για ένα μήνα.
Πάντα μου προκαλούσε δέος το εκτόπισμα της βάβως. Ξέρετε που λένε ότι κάποια πράγματα όσο είσαι μικρός σου φαίνονται μεγαλύτερα απ΄όσο στην πραγματικότητα είναι; Δεν ισχύει! Θυμάμαι που μια φορά μου είχε πει ότι ζύγιζε 100 κιλά, και όταν μαθαίναμε στο δημοτικό για τα κιλά και τους τόνους, τα πάντα τα σύγκρινα με τη βάβω. 1.000 κιλά = ένας τόνος = 10 βάβες
Η καλύτερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν κατηφορίζαμε για τα γίδια. Η χειρότερη όταν ανηφορίζαμε. Ενώ αγκομαχούσαν και τα εκατό κιλά της εσύ έφερνες στο νου το τραγούδι με τον Διγενή που σου 'μαθε η δασκάλα: ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάζει. Έκτοτε τη βάβω την έβλεπα σαν τον Διγενή. Όταν θυμόμουν ότι είναι άνθρωπος κι όχι δημοτικό τραγούδι, έτρεχα στην κορυφή να αφήσω τις καρδάρες και γύριζα πίσω με ικανότητες ρυμουλκού για να ξεκινήσουμε μαζί το ατέρμονο ταξίδι της επιστροφής. Είναι από αυτές τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες, που μεγαλώνοντας δε σε αφήνουν να δεις ολόκληρη μια ταινία του Αγγελόπουλου, αφού το έργο το έχεις ξαναδεί. 

Σχεδόν καθημερινά συναντούσαμε στο δρόμο τη Χριστίνα κι εγώ έκλεινα τη μύτη μου πολύ πριν πλησιάσει γιατί η μυρωδιά από τα γίδια την είχε καταπιεί. Τότε ήταν που έμαθα ότι η Χριστίνα είχε τραγί στο δικό της μαντρί και γι' αυτό βρωμούσε τόσο  και ξεκίνησα στις προσευχές μου να ευχαριστώ το θεούλη που η βάβω δεν έχει. Ξέρετε που λένε ότι μια μυρωδιά μπορεί να προκαλέσει την ανάσταση μιας ανάμνησης; Ε εμένα από τότε μου συμβαίνει το αντίθετο. Όταν ακούω το όνομα Χριστίνα η ρινική μου κοιλότητα κατακλύζεται από τραγίλα. 

Και τότε η βάβω, εγώ κι η Χριστίνα περιμέναμε ένα φορτηγό με κάτι μεγαλύτερες καρδάρες από της βάβως και της Χριστίνας να τους δώσουμε το γάλα. Αυτοί σημείωναν σε ένα χαρτί πόσα κιλά ήταν το γάλα και μοίραζαν λεφτά. Το φορτηγό και το διακριτικό σήμα Δωδώνη που έφερε στο πίσω μέρος του απομακρύνεται μαζί με το χυμό των μασταριών της αγαπημένης γίδας της βάβως της Χιονάτης, που ήταν και αναδεχτή μου. 

Και η Δωδώνη μαθαίνεις πουλιέται και είναι αδύνατον να μη θυμηθείς τη Χριστίνα.. Τη σκέφτεσαι να περιμένει αύριο τη Δωδώνη.. 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Αχ, Σταύρο

   




     

Ξέρω η επικαιρότητα  επιτάσσει να ασχολούμαστε με  το σε ποιο συρτάρι  έκλεισε το στόμα του ο Βενιζέλος, αλλά το μυαλό μου αυτές τις μέρες γυρίζει  γύρω από τον Σταύρο.



Ο Σταύρος από μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Όχι κάποιος τυχαίος. Ήθελε να γίνει δημοσιογράφος της ποιότητας, όχι από εκείνους τους επί ταυτά, αλλά από εκείνους ξέρετε τους εναλλάξ. Από εκείνους μωρέ που θαυμάζουν αυτούς που τρώνε απ' τη λαδόκολλα και εκθειάζουν τον τρόπο με τον οποίο γλείφουν τα δάχτυλα από τα μόλις κατασπαραγμένα κοψίδια, αλλά αυτοί δεν το κάνουν ποτέ; Α γειά σου από εκείνους!


Ο Σταύρος λοιπόν, είχε από μικρός ένα όνειρο. Να κάνει εκπομπές βαρύγδουπων θεμάτων και να τους αφαιρεί το νόημα. Όταν θα του τελείωναν τα βαρύγδουπα θέματα, αποφάσισε να παίρνει συνεντεύξεις από κουλτουροσταρ. Να παίρνει συνεντεύξεις είπα; Λάθος μου, επαναδιατυπώνω. Αποφάσισε να τους καλεί για να κάνουν μονόλογο όσο αυτός με το σημειωματάριο ανά χείρας γράφει ειπωμένες σκέψεις και ατάκες και εσύ να μένεις να αναρωτιέσαι: αφού βιντεοσκοπείται ο μονόλογος, γιατί σημειώνει; Η ερμηνεία είναι διττή, όπως διττός είναι ο ίδιος. Από τη μία μην ξεχνάτε ότι είναι δημοσιογράφος και κάθε δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ, οφείλει να έχει σημειωματάριο και από την άλλη αφού είδε ότι η κουπ της Ντένης Μαρκορά και το "Μαρούσκα σημείωνε" δεν συντάσσονται στο εναλλάξ προφίλ του, υιοθέτησε εκείνο το αλησμόνητο πρότυπο του λαϊκού παιδιού του Θανάση του υδραυλικού από το Λαβ Σόρρυ και ψάχνει να βρει αντώνυμα, όσο ο κουλτουροσταρ -συνήθως οκλαδόν με το πλακάκι να του παγώνει τον κώλο- καταθέτει τα σώψυχά του. Τα ανάκλινδρα δίνουν τη θέση τους σε σκοτεινά πρώην βιομηχανικά τοπία και το πλακάκι αντικαθίσταται με ανεπίχριστο μπετόν και συ μένεις να εύχεσαι να ήταν αρμέ και να γλιστρούσε μια χαλυβόβεργα στα ενδότερά τους. Άλλες φορές οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις δίνουν τη θέση τους σε πατσατζίδικα κάποια μεταμεσονύχτια ώρα στο κέντρο της Αθήνας, όταν το θέμα επιβάλλει φορτηγατζήδες για κομπάρσους και ο κώλος αποζητά μια ψάθινη καρέκλα να αεριστεί μετά τις μπουκοβοϊστορίες και τις ρετσινιασμένες αναλύσεις γύρω από το αιώνιο δίλημμα πατσάς ή ποδαράκι; Και όσο εκείνος επιχειρηματολογεί με επικλήσεις σε άγνωστες αυθεντίες για την ζωτικότητα του σκορδοστουπιού,  ο φορτηγατζής στο πίσω πλάνο με τη ροχάλα στο στόμα που κρατάει από τακτ προσπαθεί να δώσει απάντηση στο δικό του δίλημμα: Να τον φτύσω τώρα ή μετά;


ΥΓ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με το Αχ, Σοφία είναι τυχαίως σκόπιμη και σκoπίμως τυχαία.